εξαρθρώνω

εξαρθρώνω
εξάρθρωσα, εξαρθρώθηκα, εξαρθρωμένος, μτβ.
1. βγάζω από την άρθρωση, βγάζω (από την κλείδωση), στραμπουλίζω.
2. μτφ., προκαλώ την εξάρθρωση οργάνωσης, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαρθρώνω — εξαρθρώνω, εξάρθρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαρθρώνω — (AM ἐξαρθρῶ, όω) βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω νεοελλ. μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω («οικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών») …   Dictionary of Greek

  • απεξαρθρώνω — εξαρθρώνω τελείως …   Dictionary of Greek

  • καταχαρβαλώνω — (Μ) ξεχαρβαλώνω, εξαρθρώνω, αχρηστεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαρβαλώνω «εξαρθρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αποσυνθέτω — 1. επιφέρω ή προκαλώ αποσύνθεση, διαλύω ένα σύνθετο πράγμα στα συνθετικά του 2. αλλοιώνω, κάνω κάτι να σαπίσει 3. παραλύω, εξαρθρώνω …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • εκβάλλω — (AM ἐκβάλλω) 1. ρίχνω, πετώ έξω, βγάζω με τη βία 2. αφήνω κάτι να βγει από μέσα μου, εκστομίζω, λέω 3. (για ποταμούς κ.λπ.) χύνομαι 4. διώχνω μσν. 1. (για ρούχα, οπλισμό κ.λπ.) βγάζω από πάνω μου 2. θανατώνω κάποιον 3. (για σπαθί) τραβώ 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εκκλίνω — (AM ἐκκλίνω) 1. γέρνω προς τα έξω 2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι νεοελλ. μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος μσν. 1. παρασύρω 2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω 3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» γερνώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εκκοκκίζω — και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω) βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς αρχ. 1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω 2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω 3. ξεριζώνω 4. κυριεύω, διαρπάζω 5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες …   Dictionary of Greek

  • εκμοχλεύω — (AM ἐκμοχλεύω) 1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού 2. αποσπώ βίαια κάτι αρχ. 1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω 2. ιατρ. εξαρθρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”